μαίευτρα

μαίευτρα
τα (Μ μαίευτρα)
η αμοιβή τής μαίας ή τού μαιευτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, λύ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”